τριδερμικός

τριδερμικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που αποτελείται από τρία βλαστικά δέρματα, το ενδόδερμα, το μεσόδερμα και το εξώδερμα
2. φρ. «τριδερμικοί όγκοι» — ονομασία τών εμβρυωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tridermic < tri- (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + dermic (< δερμικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”